επιστροβούμαι

επιστροβούμαι
ἐπιστροβοῡμαι, -έομαι (Μ)
περιφέρομαι, γυρίζω εδώ κι εκεί («ἥμερα κτήνεα... πάντῃ ἐπεστροβέοντο»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + στροβούμαι «περιστρέφομαι»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”